- άτλητος
- ἄτλητος και (δωρ. τ.) ἄτλατος, -ον (Α)1. ο αφόρητος2. αυτός που δεν έπρεπε να τολμηθεί, ο παράτολμος3. ο ανίκανος να υπομείνει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θ.) τλᾱ-, τλήναι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄτλητος — not to be borne masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτλήτως — ἄτλητος not to be borne adverbial ἄτλητος not to be borne masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτλητον — ἄτλητος not to be borne masc/fem acc sg ἄτλητος not to be borne neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτλήτοιο — ἄτλητος not to be borne masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτλήτοις — ἄτλητος not to be borne masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτλήτοισιν — ἄτλητος not to be borne masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτλήτου — ἄτλητος not to be borne masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτλήτους — ἄτλητος not to be borne masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτλήτῳ — ἄτλητος not to be borne masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτλητα — ἄτλητος not to be borne neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)